- προσποίημα
- προσποίημαthat which one takes to oneself undulyneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προσποίημα — ήματος, τὸ, Α [προσποιοῡμαι] 1. οτιδήποτε παίρνει κανείς χωρίς να τού ανήκει ή με ανάρμοστο τρόπο, ανάρμοστη ιδιοποίηση 2. απάτη, εξαπάτηση, προσποίηση 3. μεταμφίεση, μεταμόρφωση 4. πρόσχημα, πρόφαση … Dictionary of Greek
προσποιήμασι — προσποίημα that which one takes to oneself unduly neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιήματα — προσποίημα that which one takes to oneself unduly neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιήματι — προσποίημα that which one takes to oneself unduly neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προσποιήματος — προσποίημα that which one takes to oneself unduly neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)